Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Μοντέρνα Πηνελόπη




Η Πηνελόπη κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Η πράσινη ένδειξη έδειχνε 1:20’. Πέταξε το πλεκτό από τα χέρια της και πήρε το κινητό. Έκανε να σχηματίσει τον αριθμό του Οδυσσέα, αλλά το μετάνιωσε. Δεν ήταν εκείνη που θα τον έπαιρνε πάλι στο τηλέφωνο για να τον ρωτήσει τι ώρα θα γύριζε σπίτι. Ξετύλιξε το πάπλωμα από τα πόδια της, σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι.
Ένα ποτήρι κρασί θα κάλμαρε λίγο τα νεύρα της που ήταν κρόσσια εδώ και ώρα. Διάλεξε ένα κόκκινο από την κάβα, το άνοιξε, πήρε ένα ποτήρι από το σκρίνιο, το γέμισε, κάθισε στον καναπέ και ήπιε μια γουλιά. Έκλεισε τα μάτια της και απόλαυσε τη μεστή γεύση του. Το υγρό κύλισε μέσα της κι έβγαλε έναν ήχο σχεδόν ηδονικό. Πάντα της άρεσε το κρασί και ειδικά αυτή η ποικιλία. Η γεύση του την ταξίδευε πίσω και τη γέμιζε με χαρά και νοσταλγία. Ήταν ένας ωραίος τρόπος να ξεχάσει τι βίωνε τα τελευταία χρόνια. Ήταν η παρηγοριά στην ατέλειωτη μοναξιά της.
Ο Οδυσσέας θα αργούσε πάλι. Δεν την απατούσε με την ακριβή έννοια του όρου. Και να ήθελε, δηλαδή, δεν είχε το χρόνο να το κάνει. Κατανάλωνε όλη του την ενέργεια στη δουλειά του και στις υποχρεώσεις που ‘χε δημιουργήσει για τον εαυτό του, χωρίς σε καμιά από αυτές να συμπεριλαμβάνεται εκείνη. Δεν ήταν που δεν ήθελε ο ίδιος. Εκείνη ήταν που δεν συμμερίζονταν όλα τα ενδιαφέροντά του. Το πρόγραμμα ήταν μονίμως γεμάτο. Δουλειά το πρωί, ξεκούραση το μεσημέρι εάν δεν προέκυπτε κάτι έκτακτο, γραφεία το απόγευμα για την επίτευξη του στόχου της ελευθέρωσης της χώρας από τους κακούς δανειστές και μαθήματα διαχείρισης κρίσεων το βράδυ για τη σωτηρία ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν, τσακίστηκαν ή οτιδήποτε προϋπόθετε μια κρίση. Σπουδαία όλα αυτά. Η Πηνελόπη το γνώριζε εκ των έσω, αλλά τι γίνονταν με την προσωπική σχέση;
Ήπιε ακόμη μια γουλιά και αναστέναξε. Ήθελε να τον ακολουθήσει σε όλα αυτά που έκανε. Το ‘χε προσπαθήσει μάλιστα, αλλά στην πορεία ανακάλυψε ότι έχαναν σιγά-σιγά το προσωπικό και ιδιωτικό τους στοιχείο. Πάντα ήταν με τους άλλους, με τους μεν ή τους δε και ποτέ οι δυο τους. Αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που την απομάκρυνε από όλους, ακόμη και από τον Οδυσσέα. Κλείστηκε στον εαυτό της, στα βιβλία της. Διάβαζε συνεχώς, μέχρι που ανακάλυψε το πλέξιμο. Χαμογέλασε. Όνομα και πράγμα. Η καρτερική Πηνελόπη με το υφαντό της περιμένοντας τον Οδυσσέα να γυρίσει από την Τροία….. Άλλοτε ίσως να γέλαγε με την παρομοίωση, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της. Τον κατάπιε με μια γουλιά κρασί.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε ήταν πολύ ερωτευμένοι οι δυο τους και διέθεταν ολόκληρα Σαββατοκύριακα χωρίς να ξεμυτίσουν από το σπίτι ή από το δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου. Πότε ξεθώριασε όλο αυτό; Δεν ήταν ότι δεν αγαπιόνταν. Υπήρχε αγάπη. Η σπίθα του έρωτα έσβησε. Πότε όμως; Πώς ήρθε η καθημερινότητα και η ρουτίνα και φώλιασε ανάμεσά τους; Ένα μυστήριο πράγμα! Δύο λεξούλες μόνο έχουν διαλύσει τους μεγαλύτερους έρωτες. Ρουτίνα. Καθημερινότητα. Ποιος κατέχει το μυστικό που κρατά τη φλόγα πάντα αναμμένη; Και μένει η φλόγα να φωτίζει, όταν σαν νερό τρέχει ο χρόνος και η φθορά από πάνω της ραίνοντάς την; Θα έμενε, δεν μπορεί. Υπήρχαν ζευγάρια που το κατάφερναν. «Βέβαια, η ζωή μαθαίνει στους ανθρώπους ότι για να κρατηθεί οτιδήποτε χρειάζεται αγώνας έως την τελευταία ανάσα. Αν ρωτήσεις ένα παππού ή μια γιαγιά είναι το μόνο που θα σου πει.», σκέφτηκε η Πηνελόπη.
Πήγε στην κουζίνα, άφησε το ποτήρι στον νεροχύτη και κατευθύνθηκε ξανά στο κρεβάτι. Πήρε το πλεκτό στα χέρια της και το ξήλωσε. Το πέταξε στο πάτωμα και ξάπλωσε. Έσβησε το φως και προσπάθησε να κοιμηθεί, όμως ο ύπνος δεν υπήρχε κάτω από τα βλέφαρά της. Όσο ο Οδυσσέας έλειπε, τόσο ξάγρυπνη έμενε η ίδια. Ψαχούλεψε για το κινητό της πάνω στο κομοδίνο. Το βρήκε, το άνοιξε και έψαξε για την κλίση που δεν έλεγε να γίνει. Της ήρθε να το βροντήξει κι εκείνο στο πάτωμα, αλλά το ξανασκέφτηκε. Τι έφταιγε το κινητό όταν εκείνος ήταν που την είχε αγνοήσει; Που τη θεωρούσε δεδομένη; Τον Οδυσσέα ήθελε να βροντήξει στο πάτωμα. Να τον πιάσει από το λαιμό και να τον ρωτήσει «Γιατί;». Τώρα παραλογίζονταν το ‘ξερε. Με τη βία τίποτε δεν βγήκε σε καλό. Όταν έρχεσαι δεύτερη επιλογή και δεν είσαι προτεραιότητα έχεις ήδη χάσει. Η σκέψη άστραψε στο κεφάλι της Πηνελόπης και όλα καθάρισαν μες το μυαλό της. Αυτό είχε γίνει τελικά. Είχε καταλήξει το διακοσμητικό στοιχείο στη σχέση τους. Ήταν απλά εκεί. Το ότι σκοτώνονταν για έχει εκείνος το φαγητό του καθημερινά, τα ρούχα του καθαρά και τις υποχρεώσεις του σπιτιού τακτοποιημένες, δεν είχε καμιά σημασία, γιατί όλα αυτά ήταν δεδομένα. Αλλά η Πηνελόπη δεν ήταν η μητέρα του, για όνομα του Θεού! Η μητέρα «είχε» την υποχρέωση να το κάνει, κι αυτή έως ότου απογαλακτίστηκε από εκείνη. Μετά όλα αλλάζουν ή τουλάχιστον θα ‘πρεπε να αλλάζουν.
«Που έφταιξες, βρε Πηνελόπη;».
Απάντηση καμιά. Το μυαλό της κατέβαζε ρολά σ’ αυτή την ερώτηση ενώ δεν θα ‘πρεπε. Όταν συμβαίνουν πράγματα στις σχέσεις το πρόβλημα υπάρχει και στους δυο. Ηλίου φαεινότερων, αλλά τη λύση δεν μπορούσε να βρει, ίσως γιατί όσες φορές αν άνοιξαν κουβέντα για το θέμα κατέληγαν αγκαλιά στον καναπέ αναγνωρίζοντας τη βαθιά αγάπη που τους ένωνε και τίποτα άλλο. Κάποιος μπορεί να σκέφτονταν ότι ήταν πολύ εγωιστές για ν’ αναγνωρίσουν τα λάθη τους και να τα διορθώσουν, αλλά δεν ήταν αυτό. Γνώριζαν τις αδυναμίες τους, απλά δεν εφάρμοζαν διορθωτικές κινήσεις. Δεν είχαν την τέλεια σχέση και δεν ήθελαν να την τελειοποιήσουν. Αυτό να ήταν που τους κράταγε δεμένους σφιχτά; Η αποδοχή του ότι ήταν διαφορετικοί; Ότι ήθελαν άλλα πράγματα για τους ίδιους σε προσωπικό επίπεδο και άλλα σε κοινό; Τόσα χρόνια μετά δεν ήταν εύκολο ν’ αλλάξει κάτι. Ίσως έπρεπε η ίδια να αποδεχθεί ακόμη περισσότερο την αλήθεια που έκρυβαν οι τελευταίες της σκέψεις. Του άρεσε αυτό που ζούσαν και έδειχνε ευτυχισμένος έτσι, παρ’ όλους τους καβγάδες.
Ήταν ώρα πια η Πηνελόπη να το παλέψει. Δεν έπρεπε να τα παρατήσει. Είχε γεννηθεί μαχήτρια και τον αγαπούσε. Κι εκείνος ανταποκρίνονταν στο συναίσθημα αυτό. Θα προσπαθούσε να το αποδεχθεί και η ίδια, για να πάψει να βασανίζεται και να βασανίζει και τον Οδυσσέα.
Το κλειδί ακούστηκε στην πόρτα. Έκλεισε τα μάτια της και προσποιήθηκε την κοιμισμένη. Ούτε αυτό δεν μπορούσε να κάνει καλά, γιατί εκείνος ήξερε πάντα πότε κοιμόταν και πότε όχι. Το καταλάβαινε από την ανάσα της, που χρόνια μετά στο ίδιο κρεβάτι, ήταν σαν να ‘ταν η δική του ανάσα.

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Η ρημάδα είναι μικρή....




Τόσο δύσκολο. Απ’ την πρώτη στιγμή που θ’ ανοίξεις τα μάτια σου και θα δεις αυτόν εδώ τον κόσμο. Στην αρχή νομίζεις ότι είναι φτιαγμένος μόνο από αγάπη… δεν γνωρίζεις τη λέξη. Την νοιώθεις μόνο. Την εκφράζεις στην γυναίκα που σε κρατά στην αγκαλιά της και σε ταΐζει. «Πάντα είναι αμοιβαία αυτή η αγάπη;», θα με ρωτήσεις. Τις περισσότερες φορές είναι. Είναι σπάνιο να μη σε αγαπά ο άνθρωπος που σ’ έφερε σ’ αυτή τη ζωή αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Σε αυτές δεν θα αναφερθώ, νομίζω. Φυσικά, σε αγαπά και ο άλλος άνθρωπος που συνέβαλε στην διαδικασία της δημιουργίας σου. Και τον αγαπάς κι εσύ. Και τους υπόλοιπους ανθρώπους που απαρτίζουν την οικογένειά σου. Και είναι, ναι, Αμοιβαία η αγάπη αυτή…. Τότε, Γιατί; Γιατί είναι δύσκολη; Γιατί «βγαίνεις» απ’ την οικογένεια ένας προβληματικός άνθρωπος; Γιατί, ενώ βλέπεις τα λάθη τα διαιωνίζεις;
Δεν θέλω να μείνω σε αυτό. Θέλω να καταλάβω γιατί ο συναισθηματικός κόσμος είναι αυτός που κυβερνά τους ανθρώπους. Ακούμε πολλές φορές ότι υπήρξε ο τάδε δολοφόνος που ήταν ψυχρός και κανένα συναίσθημα δεν υπήρχε στην καρδιά του… ότι ήταν αμετανόητος που διέπραξε το έγκλημα…. Ψυχρός. Χωρίς συναισθήματα. Ανέκφραστος. Ε, λοιπόν; Κι εμείς που διακατεχόμαστε από Αγάπη, Συμπόνια, Λύπη, Χαρά, τι έγινε; Γιατί είμαστε κακοί άνθρωποι;
Τι μας λείπει και κάνουμε τη ζωή μας δύσκολη, μίζερη και τραγική; Φαινομενικά όλοι μας δείχνουμε ευτυχισμένοι (το ότι πρέπει να είμαστε, γιατί τα έχουμε όλα, δεν μετράει). Έχουμε ευτυχισμένο γάμο, καλά παιδιά, καλές σχέσεις με συγγενείς και γείτονες, αλλά στην πραγματικότητα τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Μπορεί να έχουμε εγκλωβιστεί σ’ ένα γάμο από συνήθεια, να έχουμε κάνει κακό στα παιδιά μας από υπερπροστατευτικότητα ή το αντίθετο από απόλυτη αδιαφορία. Μπορεί να μισούμε τον γείτονα γιατί είναι πιο ευτυχισμένος (αγνοούμε τα δικά του προβλήματα) με τη δική του οικογένεια και μισούμε τους συγγενείς μας γιατί το χωράφι δεν μοιράστηκε δίκαια (με τα δικά μας πάντα κριτήρια).
Που χάνουμε την μπάλα; Θα μου πεις ότι ο άνθρωπος τα θέλει όλα και είναι πλεονέκτης. Εντάξει. Καλά μέχρι εδώ. Και όταν τα έχει όλα; Γιατί είναι πάλι δυστυχισμένος; Γιατί κάνει τόσο κόπο να αποκτήσει και στο τέλος δεν έχει τίποτα; Γιατί του φαίνονται λίγα;
Δεν μπορώ να το λύσω εγώ αυτό. Το γνωρίζω καλά. Κι εγώ ένας απλός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους είμαι. Θα έπρεπε να είμαι συνέχεια Ευτυχισμένος Άνθρωπος, αλλά κάνω κι εγώ το ίδιο λάθος που κάνουμε όλοι. Νομίζω ότι κάτι μου λείπει….. Δεν μου λείπει. Το κατασκευάζω κάθε φορά. Κάθε φορά είναι διαφορετικό. Μια είναι ο ένας γονιός που έφυγε νωρίς, μια ότι δεν έχω όσα χρήματα θα ήθελα να έχω, μια άλλη φορά γιατί ο γείτονας έβαλε δυνατά τη μουσική….. Λόγοι; Άπειροι…. Κανένας ουσιαστικός, αλλά όλοι ικανοί να με κάνουν να νοιώθω μιζέρια και δυστυχία…..
Πόσο λάθος κάνω…. κι η ρημάδα η ζωή είναι μικρή….

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Μπαλκόνι



Ένα σπουργίτι προσγειώθηκε στο μπαλκόνι ψάχνοντας κάτι να φάει. Μόλις το βρήκε, πέταξε μακριά μαζί με τους υπόλοιπους φίλους του για αναζήτηση τροφής σε άλλο μπαλκόνι. Έτσι είναι στις πόλεις. Πιο πολλά τα μπαλκόνια από τα δέντρα. Και κάθε μπαλκόνι μια ιστορία. Μια ιστορία που αφορά περισσότερο ανθρώπους παρά πουλιά. Έτσι ξεκινά και η ιστορία του δικού μας μπαλκονιού, που βλέπει στον κήπο της πολυκατοικίας, απέναντι από άλλα μπαλκόνια, άλλες ιστορίες, άλλες ζωές.
Η πολυκατοικία χτίστηκε στα μέσα του ’70. Λίγο μετά την μεταπολίτευση. Τέσσερα πατώματα, δώδεκα διαμερίσματα. Όμορφη κατά μια έννοια. Πρωτοποριακή για την εποχή. Με πυλωτή για τα αυτοκίνητα, με αποθήκες…. αλλά να μην μείνουμε εκεί. Ας πάμε λίγο παρακάτω, όταν άρχισαν τα διαμερίσματα να πωλούνται. Δεν ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αυτό. Μέσα σε ένα χρόνο είχαν πουληθεί όλα, εκτός από το δικό μας. Ναι, αυτό που βλέπει στον κήπο. Οι λόγοι; Ήταν μεγάλο, πιο ακριβό από τα υπόλοιπα και ήταν και χαμηλά, στον πρώτο όροφο. Για δυο χρόνια έμεινε κλειστό ώσπου βρέθηκε κάποιος που το αγόρασε κι αυτό. Ο άνθρωπος που το πήρε δεν ήθελε να μείνει εκεί. Ήθελε να το νοικιάσει και να παίρνει τα ενοίκια. Έτσι κι έγινε. Μερικούς μήνες μετά το διαμέρισμα νοικιάστηκε από ένα ζευγάρι με παιδιά. Η γυναίκα ήταν που ενθουσιάστηκε μαζί του. Το μπαλκόνι είχε ξεχωρίσει. Της άρεσαν τα λουλούδια. Θα το γέμιζε με γλάστρες λογιών-λογιών, με όλα τα χρώματα. Και το ‘κανε. Τριαντάφυλλα, ζουμπούλια, μολόχες, κρίνα, ιβίσκους. Ότι λουλούδι ήθελες εκεί θα το ΄βλεπες. Τα πρώτα χρόνια τα λουλούδια μεγάλωναν και φούντωναν. Την άνοιξη μύριζε όλη η γειτονιά από δαύτα. Και το τραπέζι, το μικρό, με τις καρέκλες γέμιζε συχνά με ανθρώπους γελαστούς που κάθονταν να φάνε ή να πιούν καφέ. Τα μικρά ποδαράκια που έτρεχαν ξυπόλητα το καλοκαίρι πάνω στο μωσαϊκό του σιγά-σιγά μεγάλωσαν και έρχονταν όλο πιο σπάνια για να το περπατήσουν, με τα παπούτσια όμως και για λίγο. Κάποτε τα λουλούδια μαράθηκαν. Άρχισαν να ξεραίνονται. Μια-μια οι γλάστρες πετάχτηκαν και δεν αντικαταστήθηκαν. Όταν άδειασε το μπαλκόνι κανείς δεν υπήρχε μέσα στο διαμέρισμα. Η γυναίκα που τόσο το αγάπησε, γιαγιά πια, θα έμενε με τη μεγάλη κόρη. Είχε αποφασιστεί.
Το πωλητήριο μπήκε και το διαμέρισμα πουλήθηκε ξανά. Η μάνα τ’ αγόρασε για τον γιο της που ‘χε δυο μικρά παιδιά. «Θα  τα ‘χω δίπλα μου να τα προσέχω.», είχε σκεφτεί. Χωρίς να ξέρει η καημένη ότι θα γινόταν ο μάρτυρας της δυστυχίας τους. Στο ζευγάρι δεν υπήρχε αγάπη. Τα λουλούδια στο μπαλκόνι είχαν αγκάθια και μάτωναν τα παιδιά όταν έβγαιναν με τη λιακάδα να παίξουν. Οι μπαλκονόπορτες δεν μπορούσαν να σταματήσουν τις φωνές που έρχονταν από μέσα, ούτε τα πράγματα που εκσφενδονίζονταν από ‘κει. Το κλάμα των παιδιών αγρίευε περισσότερο και θέριευε τα αγκάθια στα λουλούδια έως ότου αποφάσισε εκείνη να φύγει. Κι εκείνος, έφυγε, ξανάσμιξαν αλλού, αλλά για λίγο πάλι. Τ’ αγκάθια έπνιξαν το μπαλκόνι όπως έπνιξαν και την καρδιά της μάνας.
Το ‘δωσε η δόλια. Δεν ευτύχησαν τα παιδιά της εκεί, ίσως ήταν τυχερό αλλού. Εξάλλου το μπαλκόνι του ήταν όμορφο κι η θέα του σπουδαία. Μάνα το πήρε πάλι, για τον γιο. Ένα δυστυχισμένο πλάσμα, για να μην είναι μόνο στους δρόμους. Άνοιξε το σπίτι, αλλά το μπαλκόνι δεν είδε μήτε ένα λουλούδι. Μήτε καρέκλα ή τραπέζι. Έμεινε σιωπηλό σαν την ψυχή που κατοικούσε μέσα. Άδειο, βρώμικο, ψυχρό. Πολύς  καιρός πέρασε έτσι. Κατεβασμένα τα πατζούρια και κανείς να μη βγαίνει να πάρει μια ανάσα. Σπουργίτια δεν ξανάρθαν. Καμιά γάτα πέρναγε μονάχα που ‘θελε να κόψει δρόμο. Η μάνα το ‘μαθε κι έτρεξε. Και τ΄άνοιξε το σπίτι, το ‘λιασε και μπήκε καινούρια πνοή μέσα, αλλά το γιο της δεν τον άφησε εκεί μονάχο. Τον πήρε μαζί της, να τον προσέχει, να τον σώσει, να τον βοηθήσει………
……..Η μπαλκονόπορτα άνοιξε κι εκείνη βγήκε έξω. Εκείνος ήταν στη δουλειά. Θ’ αργούσε να γυρίσει. Όμορφη μέρα, ηλιόλουστη. Το κρύο τσουχτερό, γιατί ο χειμώνας δεν πέρασε ακόμη. Μόνο η γλάστρα με τα ζουμπούλια κοντεύει να ανθίσει. Οι άλλες είναι άδειες. Είναι βαρύ το κρύο εδώ και δεν κρατάνε τα λουλούδια. Εκείνη όμως πεισμώνει και κάθε καλοκαίρι τις γεμίζει με καινούρια. Το τραπέζι κοντεύει να χαλάσει. Οι καρέκλες πρέπει οπωσδήποτε ν’ αντικατασταθούν. Η άνοιξη σιμώνει. Πρέπει να ετοιμαστεί σιγά-σιγά να γεμίσει με χρώματα, αρώματα, χαρούμενες φωνές κι αγάπη!!!


Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Έρωτας



Η λάμπα σκορπάει το θολό φως της στο δωμάτιο γεμίζοντάς το με σκιές. Στο χαμηλό τραπέζι τα ποτήρια είναι άδεια και το μπουκάλι μισό. Το τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα με το τελευταίο τσιγάρο να κρέμεται σβηστό από ώρα στην κόψη του χείλους του. Η μυρωδιά τους έντονη, ανακατεμένη με τη μυρωδιά του ιδρώτα απ’ τα κορμιά τους.
Ένα κουβάρι οι δυο τους πάνω στον καναπέ, τυλιγμένοι στο σύννεφο της ίδιας τους της ηδονής, που δεν ξεθύμανε ακόμα, αλλά ήδη βρίσκεται στον απόηχό της. Κοντεύει να καταλαγιάσει. Δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλο νωρίτερα. Δεν γνωρίζονταν χθες, προχθές, πριν ένα μήνα. Γνωρίστηκαν απόψε, σ’ αυτόν τον καναπέ, όταν τα κορμιά τους άγγιξαν το ένα το άλλο για να λικνιστούν στον αέναο χορό της ηδονής και για να γίνουν ένα σώμα, μια ψυχή, μια ιστορία.
Μια ιστορία που θα τελειώσει πριν καλά-καλά αρχίσει, γιατί δεν αγαπήθηκαν ποτέ. Ούτε επρόκειτο να αγαπηθούν ποτέ. Ανάγκη για επαφή χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς ρομαντισμό, χωρίς φεγγάρια, λουλούδια, θάλασσες και ποιήματα.
Ανάγκη δυνατή και ζωώδης. Χωρίς συναίσθημα. Μόνο την αίσθηση της ολοκλήρωσης χωρίς αύριο, όνειρα κι ελπίδες.
Ένστικτο. Καθαρό, απόλυτο, Ένστικτο…..

Τσιγάρο Κρέας ....

Να διευκρινίσω αρχικά ότι δεν θέλω να επιτεθώ σε κανέναν. Μια σκέψη θέλω να καταθέσω, επειδή τυγχάνει να είμαι και καπνίστρια και ......