«Μια βδομάδα και ούτε, φωνή ούτε ακρόαση...», σκέφτονταν ο Ηλίας, καθώς έφτιαχνε δύο ποτά, για κάποιους πελάτες. «Τι βλακεία να μην ζητήσω το κινητό της...».
Μετά το διήμερο που πέρασαν στο σπίτι του, λες και είχε ανοίξει η γη και την είχε καταπιεί. Έτσι, απλά, είχε εξαφανιστεί. Στο διαμέρισμά της, δεν ήταν σίγουρα. Το είχε τσεκάρει. Ούτε η μηχανή ήταν στο γκαράζ. Να της είχε πει κάτι και να την είχε προσβάλει; Μα δεν έδειξε κάτι τέτοιο. Τότε, τι μπορεί να συνέβαινε; Έδωσε τα ποτά στην Όλγα να τα σερβίρει, βγήκε από το μπαρ και πετάχτηκε πάλι στο στενό που έμενε. Τίποτα.
Ήταν η τρίτη φορά, μέσα στην εβδομάδα, που το έκανε αυτό. Σιχτίρισε τον εαυτό του, για αυτή του την αδυναμία και γύρισε πίσω στο μπαρ. «Μια αρπαχτή ήμουν για ’κείνη και τίποτα περισσότερο...... Γαμώτο!», σιχαίνονταν να σκέφτεται τον εαυτό του, σαν σκεύος ηδονής. Ίσως παλαιότερα να μην τον ένοιαζε τόσο. Αυτή τη φορά, όμως, τον έτσουξε.
Η Νικολέτα, είχε δεχθεί ένα τηλέφωνο από την εταιρεία τις προηγούμενες μέρες, για ένα μπέρδεμα που είχε γίνει με τις παραγγελίες από την Αμερική και έπρεπε να πετάξει άμεσα για Νέα Υόρκη. Πήγε με τη μηχανή μέχρι την εταιρεία, την άφησε εκεί και πήρε ταξί για το αεροδρόμιο. Δέκα έξι ώρες ταξίδι και το μυαλό της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τον Ηλία. Δεν ήταν σωστό να φύγει έτσι, αλλά στο κάτω κάτω δεν είχαν τίποτα μεταξύ τους, εκτός από μερικές ώρες, καλού σεξ.
Το σίγουρο ήταν ότι, θα έλειπε ακόμη μια εβδομάδα, οπότε, καλά θα έκανε, να τον ξεχάσει και να ασχοληθεί με την δουλειά της. Μάταιος κόπος. Οι μέρες πέρναγαν και η επιθυμία γίνονταν πιο έντονη. «Μα τι στο καλό;», αναρωτήθηκε λίγο αργότερα. Η αγωνία της κορυφώθηκε, τις δύο τελευταίες μέρες που θα έπαιρνε το αεροπλάνο και θα γύρναγε πίσω. Βέβαια, ήξερε ότι δεν θα την περίμενε με ανοιχτές αγκάλες, αφού δεν του τηλεφώνησε, ούτε του ανακοίνωσε την ξαφνική αναχώρησή της αλλά, δεν ήταν υποχρεωμένη να το κάνει. Αν ήθελε κι εκείνος, θα μπορούσαν να κάνουν περιστασιακό σεξ. Σε αυτό τουλάχιστον, ταίριαζαν. Γνώριζε ότι δεν ήθελε μόνιμη σχέση..... Κανένα πρόβλημα, λοιπόν. Τότε, γιατί όλες αυτές οι σκέψεις, τις φαίνονταν γελοίες; Γιατί τριγύριζαν σαν μέλισσες μέσα στο μυαλό της και ο βόμβος της έφερνε πονοκέφαλο; Επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια για να πείσει, ποιον; Τον εαυτό της;
Μπήκε στο αεροπλάνο του γυρισμού και ώρες περίμενε με κομμένη την ανάσα, να φτάσει Αθήνα.....
Ο Ηλίας είχε θυμώσει. Είχε φτιάξει και το σενάριο στην περίπτωση που θα την έβλεπε. Θα τις φέρονταν ψυχρά και αδιάφορα, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ το διήμερο μεταξύ τους. Έτσι θα έκανε σίγουρα..... Σήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο εσόδων κι εξόδων του μαγαζιού -είχε καμιά ώρα που απεγνωσμένα προσπαθούσε να το ενημερώσει, αλλά οι αριθμοί χόρευαν μπροστά στα μάτια του, ζεϊμπέκικο- και το βλέμμα του καρφώθηκε στην πόρτα. Του είχε λείψει τόσο πολύ που έβλεπε οπτασίες ή στα αλήθεια ήταν αυτή; Δεν πρόλαβε να τον πλησιάσει, γιατί είχε ήδη εκείνος πάει κοντά της.
«Ήρθες;!», δεν ήταν σίγουρος αν ήταν ερώτηση ή ανακούφιση.
Ήθελε να την αρπάξει και να τη φιλήσει στο στόμα, μέχρι να δει αστεράκια, να της δείξει πόσο πολύ του έλειψε, αλλά ο χώρος δεν ήταν ο κατάλληλος.
«Ήρθα!», του απάντησε.
Το πως βρέθηκαν στο σπίτι της ήταν πολύ θολό στο μυαλό και των δύο. Οι κουβέντες που αντάλλαξαν ελάχιστες. Ότι χρειάζονταν το είχαν ήδη πει με τα κορμιά τους που ήταν ήδη κουρασμένα, ιδρωμένα και χορτασμένα από το σμίξιμο.
Ένας μήνας είχε περάσει από την επάνοδό της στην Αθήνα και το μόνο που έκαναν ήταν σεξ. Ο Ηλίας είχε κουραστεί να την βλέπει στα κλεφτά. Ήθελε περισσότερα. Ήθελε να την βλέπει περισσότερες ώρες, να μιλάνε, να ανταλλάσσουν απόψεις, να μάθει για την ζωή της και να του πει για την δική του. Δεν ήταν σίγουρος, από πότε άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά για την Νικολέτα. Το μόνο που γνώριζε ήταν, ότι ήθελε να διεκδικήσει περισσότερο χρόνο από την ζωή της. Ακούγονταν εγωιστικό ακόμη και στα αφτιά του, αλλά μέσα του ήξερε, ότι ήθελε να κατεβάσει τον ουρανό με τ΄άστρα για χάρη της.
«Από πότε έγινες ρομαντικός;», ρώτησε τον εαυτό του.
«Σε λίγο θα σκέφτομαι βαρκάδες, βιολιά, φεγγάρια και λουλούδια. Αυτά ξενερώνουν εκείνη και μένα με κάνουν να θέλω να ξεράσω.....», μονολόγησε.
Η Νικολέτα έφτιαξε τον καφέ της και βγήκε στο μπαλκόνι. Ο ορίζοντας είχε, εκείνο, το μούχρωμα της απογευματινής ώρας που υποδηλώνει την απαρχή της νύχτας. Η ώρα του Λυκόφωτος; Ποιος ξέρει; Η αγαπημένη ώρα της ημέρας, που όλα είναι θολά και τίποτα ξεκάθαρο. Εκείνη η στιγμή που προσπαθείς να μαντέψεις, τι είναι αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Φιγούρες που οι σκιές τους μεγαλώνουν, καθώς διαβαίνουν το δρόμο, που λίγο νωρίτερα ίσως να τις γνώριζες, ενώ τώρα δεν είσαι σίγουρη.
Έτσι ήταν η σχέση της με τον Ηλία. Στη ζώνη του Λυκόφωτος. Της άρεσε. Δεν ήθελε να εντρυφήσει περισσότερο. Η πραγματικότητα τα κάνει όλα να φαίνονται με το αληθινό τους πρόσωπο κι εκείνη είχε βολευτεί στο να βρίσκεται ενδιάμεσα. Χωρίς δεσμεύσεις.
«Πόσο θα κρατούσε;», ρώτησε τον εαυτό της.
«Όσο κράταγε.», του απάντησε. «Κι αν τα συναισθήματα άλλαζαν μετά;», ξαναρώτησε. «Το κάθε ένα στην ώρα του! Τώρα είμαι ευτυχισμένη έτσι! Αργότερα.... δεν ξέρω......», ήρθε η τελική απάντηση.
Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ της, μπήκε στο διαμέρισμά της και άναψε το φως. Η νύχτα είχε πέσει πια για τα καλά.
Η Νικολέτα, είχε δεχθεί ένα τηλέφωνο από την εταιρεία τις προηγούμενες μέρες, για ένα μπέρδεμα που είχε γίνει με τις παραγγελίες από την Αμερική και έπρεπε να πετάξει άμεσα για Νέα Υόρκη. Πήγε με τη μηχανή μέχρι την εταιρεία, την άφησε εκεί και πήρε ταξί για το αεροδρόμιο. Δέκα έξι ώρες ταξίδι και το μυαλό της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τον Ηλία. Δεν ήταν σωστό να φύγει έτσι, αλλά στο κάτω κάτω δεν είχαν τίποτα μεταξύ τους, εκτός από μερικές ώρες, καλού σεξ.
Το σίγουρο ήταν ότι, θα έλειπε ακόμη μια εβδομάδα, οπότε, καλά θα έκανε, να τον ξεχάσει και να ασχοληθεί με την δουλειά της. Μάταιος κόπος. Οι μέρες πέρναγαν και η επιθυμία γίνονταν πιο έντονη. «Μα τι στο καλό;», αναρωτήθηκε λίγο αργότερα. Η αγωνία της κορυφώθηκε, τις δύο τελευταίες μέρες που θα έπαιρνε το αεροπλάνο και θα γύρναγε πίσω. Βέβαια, ήξερε ότι δεν θα την περίμενε με ανοιχτές αγκάλες, αφού δεν του τηλεφώνησε, ούτε του ανακοίνωσε την ξαφνική αναχώρησή της αλλά, δεν ήταν υποχρεωμένη να το κάνει. Αν ήθελε κι εκείνος, θα μπορούσαν να κάνουν περιστασιακό σεξ. Σε αυτό τουλάχιστον, ταίριαζαν. Γνώριζε ότι δεν ήθελε μόνιμη σχέση..... Κανένα πρόβλημα, λοιπόν. Τότε, γιατί όλες αυτές οι σκέψεις, τις φαίνονταν γελοίες; Γιατί τριγύριζαν σαν μέλισσες μέσα στο μυαλό της και ο βόμβος της έφερνε πονοκέφαλο; Επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια για να πείσει, ποιον; Τον εαυτό της;
Μπήκε στο αεροπλάνο του γυρισμού και ώρες περίμενε με κομμένη την ανάσα, να φτάσει Αθήνα.....
Ο Ηλίας είχε θυμώσει. Είχε φτιάξει και το σενάριο στην περίπτωση που θα την έβλεπε. Θα τις φέρονταν ψυχρά και αδιάφορα, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ το διήμερο μεταξύ τους. Έτσι θα έκανε σίγουρα..... Σήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο εσόδων κι εξόδων του μαγαζιού -είχε καμιά ώρα που απεγνωσμένα προσπαθούσε να το ενημερώσει, αλλά οι αριθμοί χόρευαν μπροστά στα μάτια του, ζεϊμπέκικο- και το βλέμμα του καρφώθηκε στην πόρτα. Του είχε λείψει τόσο πολύ που έβλεπε οπτασίες ή στα αλήθεια ήταν αυτή; Δεν πρόλαβε να τον πλησιάσει, γιατί είχε ήδη εκείνος πάει κοντά της.
«Ήρθες;!», δεν ήταν σίγουρος αν ήταν ερώτηση ή ανακούφιση.
Ήθελε να την αρπάξει και να τη φιλήσει στο στόμα, μέχρι να δει αστεράκια, να της δείξει πόσο πολύ του έλειψε, αλλά ο χώρος δεν ήταν ο κατάλληλος.
«Ήρθα!», του απάντησε.
Το πως βρέθηκαν στο σπίτι της ήταν πολύ θολό στο μυαλό και των δύο. Οι κουβέντες που αντάλλαξαν ελάχιστες. Ότι χρειάζονταν το είχαν ήδη πει με τα κορμιά τους που ήταν ήδη κουρασμένα, ιδρωμένα και χορτασμένα από το σμίξιμο.
Ένας μήνας είχε περάσει από την επάνοδό της στην Αθήνα και το μόνο που έκαναν ήταν σεξ. Ο Ηλίας είχε κουραστεί να την βλέπει στα κλεφτά. Ήθελε περισσότερα. Ήθελε να την βλέπει περισσότερες ώρες, να μιλάνε, να ανταλλάσσουν απόψεις, να μάθει για την ζωή της και να του πει για την δική του. Δεν ήταν σίγουρος, από πότε άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά για την Νικολέτα. Το μόνο που γνώριζε ήταν, ότι ήθελε να διεκδικήσει περισσότερο χρόνο από την ζωή της. Ακούγονταν εγωιστικό ακόμη και στα αφτιά του, αλλά μέσα του ήξερε, ότι ήθελε να κατεβάσει τον ουρανό με τ΄άστρα για χάρη της.
«Από πότε έγινες ρομαντικός;», ρώτησε τον εαυτό του.
«Σε λίγο θα σκέφτομαι βαρκάδες, βιολιά, φεγγάρια και λουλούδια. Αυτά ξενερώνουν εκείνη και μένα με κάνουν να θέλω να ξεράσω.....», μονολόγησε.
Η Νικολέτα έφτιαξε τον καφέ της και βγήκε στο μπαλκόνι. Ο ορίζοντας είχε, εκείνο, το μούχρωμα της απογευματινής ώρας που υποδηλώνει την απαρχή της νύχτας. Η ώρα του Λυκόφωτος; Ποιος ξέρει; Η αγαπημένη ώρα της ημέρας, που όλα είναι θολά και τίποτα ξεκάθαρο. Εκείνη η στιγμή που προσπαθείς να μαντέψεις, τι είναι αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Φιγούρες που οι σκιές τους μεγαλώνουν, καθώς διαβαίνουν το δρόμο, που λίγο νωρίτερα ίσως να τις γνώριζες, ενώ τώρα δεν είσαι σίγουρη.
Έτσι ήταν η σχέση της με τον Ηλία. Στη ζώνη του Λυκόφωτος. Της άρεσε. Δεν ήθελε να εντρυφήσει περισσότερο. Η πραγματικότητα τα κάνει όλα να φαίνονται με το αληθινό τους πρόσωπο κι εκείνη είχε βολευτεί στο να βρίσκεται ενδιάμεσα. Χωρίς δεσμεύσεις.
«Πόσο θα κρατούσε;», ρώτησε τον εαυτό της.
«Όσο κράταγε.», του απάντησε. «Κι αν τα συναισθήματα άλλαζαν μετά;», ξαναρώτησε. «Το κάθε ένα στην ώρα του! Τώρα είμαι ευτυχισμένη έτσι! Αργότερα.... δεν ξέρω......», ήρθε η τελική απάντηση.
Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ της, μπήκε στο διαμέρισμά της και άναψε το φως. Η νύχτα είχε πέσει πια για τα καλά.