Το χλωμό φως του φεγγαριού, ίσα που φώτιζε τον λασπωμένο δρόμο. Λακκούβες γεμάτες νερό και σκουπίδια. Χαλασμένα πεζοδρόμια, με ατροφικά δεντράκια, να προσπαθούν να πιουν από τη λάσπη, να ξεδιψάσουν. Τα σπίτια βρώμικα, μισογκρεμισμένα, με πόρτες, άλλες κλειστές, άλλες ανοιχτές, να χάσκουν σαν γερόντια, που πασχίζουν να πάρουν τις τελευταίες τους ανάσες, πριν τον θάνατο.
Η ώρα περασμένη κατά πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Το κρύο τσουχτερό. Ο αέρας να χτυπά με δύναμη τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα και μες τη σκοτεινιά ένα ξεχασμένο κορμί, από Θεούς κι ανθρώπους, να ψάχνει ένα ζεστό μέρος για να κοιμηθεί. Να κουρνιάσει μερικές ώρες, μέχρι να έρθει το πρωί για να συνεχίσει το ταξίδι του, σε ένα κόσμο γεμάτο μοναξιά και απομόνωση.
Η Πέρσα, βρήκε αυτό που έψαχνε. Μια ανοιχτή πόρτα που την οδήγησε σε ένα δωμάτιο, γεμάτο από άχρηστα πράγματα και βρωμιά. Πράγματα που οι «κανονικοί άνθρωποι», δεν χρειάζονταν πια, αλλά τα πέταξαν εκεί, ένας Θεός ξέρει, γιατί. Γυαλιά σκορπισμένα εδώ κι εκεί από σπασμένα μπουκάλια, απ’ τα παράθυρα, χαρτιά, ρούχα σκισμένα, παπούτσια. Και μια μυρωδιά να πλανιέται. Ένα συνονθύλευμα από μούχλα, περιττώματα ποντικιών, ανθρώπων, σκύλων.....
Το ασημένιο φως του φεγγαριού, τρύπωνε κλεφτά από μια σπασμένη γρίλια, πάνω σε έναν άθλιο καναπέ, που το χρώμα του, ούτε οι παλιοί ιδιοκτήτες του δεν θα μπορούσαν πια να ξεχωρίσουν, φαίνονταν γκρι μαύρο. Σπασμένος από την μια πλευρά, χωρίς μαξιλάρια, με κουρελιασμένα τα μπράτσα και την πλάτη από τα αδέσποτα, που κούρνιαζαν σε αυτόν για να ξεκουραστούν. Εκεί, πλησίασε η Πέρσα και άπλωσε το ταλαιπωρημένο της κορμί, να το ξεκουράσει από τις άσκοπες περιπλανήσεις της, μέσα στην αδιαφορία και τη σκαιότητα των ανθρώπων.
Τα ρούχα που φόραγε δεν την προστάτευαν πολύ από το κρύο. Ένα πουλόβερ, χιλιοτρυπημένο. Ένα καλοκαιρινό μπουφάν, βρώμικο, σκισμένο κι αυτό. Ένα παντελόνι, που τρίφτηκε επάνω της, από τον χρόνο. Οι κάλτσες κουρέλια πια και τα παπούτσια με φαγωμένες σόλες, από τα αμέτρητα χιλιόμετρα που έκανε κάθε μέρα σε διάφορες γειτονιές, ζητιανεύοντας ένα κομμάτι ψωμί ή κανένα σεντ, για να συμπληρώσει το ποσό που θα της εξασφάλιζε, ένα μπουκάλι φθηνό κρασί. Μια εξάρτηση που δεν ξεκίνησε τη δεδομένη στιγμή, αλλά από μια άλλη ζωή, δήθεν ευτυχισμένη.
Ένας απρόσμενος επισκέπτης πήδηξε μέσα, από το σπασμένο παράθυρο, κουνώντας την ουρά του. Χαζολόγησε για λίγο, μήπως βρει κανένα ποντίκι, αλλά εκείνα είχαν τρομάξει από τον προηγούμενο εισβολέα και χάθηκαν από το δωμάτιο.
«Δεν έχει τίποτα απόψε εδώ για φαγητό. Τι κρίμα!», μονολόγησε η γάτα.
Η Πέρσα την είχε δει να μπαίνει, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Εξάλλου, ένα γατί ήταν. Τίποτα σπουδαίο, τίποτα επικίνδυνο. Έκλεισε τα μάτια της, κύρτωσε το κορμί της σε εμβρυική στάση για να μην κρυώνει και προσπάθησε να κοιμηθεί. Η γάτα όμως είχε άλλα σχέδια. Αφού ζύγισε την κατάσταση, έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε στην αγκαλιά της.
Η Πέρσα τη δέχτηκε. Άλλωστε θα βοηθούσε ένα ζεστό σώμα κάτω από αυτές τις συνθήκες και κράτησε τη γάτα τρυφερά ανάμεσα στα χέρια και το στήθος της.
«Κρυώνεις κι εσύ, απόψε;», είπε η Πέρσα στη γάτα και τη χάιδεψε. Εκείνη γουργούρισε ευχαριστημένη και έγειρε πιο κοντά της.
«Δεν έχεις άδικο. Αλλά σταθήκαμε τυχερές που βρήκαμε η μια την άλλη.».
«Ξέρεις... Κάποτε... Σε μια άλλη ζωή, δεν μου άρεσαν οι γάτες. Χωρίς λόγο. Δεν χρειάζεται να σκέφτεται κανείς γιατί υπάρχετε στον πλανήτη...... Και να που τώρα είσαι εδώ, μαζί μου, να με ζεσταίνεις και να μου κρατάς συντροφιά......».
Η γάτα γουργούρισε ξανά και κατέβασε τα αυτιά της να δεχθεί ένα ακόμη χάδι, από το κρύο και βρώμικο χέρι της Πέρσας.
«Δεν έμεινε κανείς για μένα πια. Όλοι έκλεισαν τις πόρτες τους και κάνουν ότι δεν με ξέρουν..... Αν και η αλήθεια είναι ότι, δεν με ξέρουν. Δεν προσπάθησαν καν να με γνωρίσουν. Δεν με αγάπησαν ποτέ....... Ενώ εγώ έκανα απεγνωσμένες προσπάθειες να με δουν, να με ακούσουν.... Αλλά δεν βαριέσαι; Έτσι είναι οι άνθρωποι. Όταν έχεις να δώσεις έρχονται να πάρουν, κολακεύοντάς σε. Όταν δεν έχεις να δώσεις.....σου γυρίζουν την πλάτη και σου κλείνουν την πόρτα στα μούτρα.....
Πως έφτασα εδώ; Δεν το κατάλαβα στην αρχή ότι κατρακύλησα. Μετά... ήταν πολύ αργά και δεν υπήρχε γυρισμός. Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω όταν δεν μένει τίποτα. Όταν δεν υπάρχει κάποιος να σου απλώσει το χέρι για να σε σηκώσει, να σε συγχωρήσει..... Μόνο ο Θεός συγχωρεί.... αλλά μάλλον εμένα δεν με βλέπει. Είμαι πολύ κάτω.... στον πάτο του βαρελιού, εκεί, που δεν φτάνουν οι ακτίνες του ήλιου. Είναι πολύ σκοτεινά......
Δεν πειράζει. Ίσως πήρα ακριβώς αυτό που άξιζα......».
Η γάτα αναδεύτηκε, σαν να είχε αντίρρηση σε αυτό. «Κανένα πλάσμα του Θεού, όσο βασανισμένο κι αν είναι δεν αξίζει να παραιτηθεί από τον αγώνα για επιβίωση και αγάπη!», ήταν σαν να της έλεγε. «Μην το βάζεις κάτω! Κάτι θα υπάρχει για σένα που δεν το βρήκες ακόμη!».
Η Πέρσα γέλασε ειρωνικά. «Δεν ξέρεις.... Γι’ αυτό.... Τα είχα όλα.... Όλα!!! Και τα πέταξα.... Εγώ φταίω! Δεν καταλαβαίνεις; Εγώ!!!! Μόνο Εγώ!!!!», ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Ξαφνιάστηκε κάπως.... Νόμιζε ότι μετά από τόσο καιρό είχαν πια στερέψει......
Το ασημένιο φως του φεγγαριού, τρύπωνε κλεφτά από μια σπασμένη γρίλια, πάνω σε έναν άθλιο καναπέ, που το χρώμα του, ούτε οι παλιοί ιδιοκτήτες του δεν θα μπορούσαν πια να ξεχωρίσουν, φαίνονταν γκρι μαύρο. Σπασμένος από την μια πλευρά, χωρίς μαξιλάρια, με κουρελιασμένα τα μπράτσα και την πλάτη από τα αδέσποτα, που κούρνιαζαν σε αυτόν για να ξεκουραστούν. Εκεί, πλησίασε η Πέρσα και άπλωσε το ταλαιπωρημένο της κορμί, να το ξεκουράσει από τις άσκοπες περιπλανήσεις της, μέσα στην αδιαφορία και τη σκαιότητα των ανθρώπων.
Τα ρούχα που φόραγε δεν την προστάτευαν πολύ από το κρύο. Ένα πουλόβερ, χιλιοτρυπημένο. Ένα καλοκαιρινό μπουφάν, βρώμικο, σκισμένο κι αυτό. Ένα παντελόνι, που τρίφτηκε επάνω της, από τον χρόνο. Οι κάλτσες κουρέλια πια και τα παπούτσια με φαγωμένες σόλες, από τα αμέτρητα χιλιόμετρα που έκανε κάθε μέρα σε διάφορες γειτονιές, ζητιανεύοντας ένα κομμάτι ψωμί ή κανένα σεντ, για να συμπληρώσει το ποσό που θα της εξασφάλιζε, ένα μπουκάλι φθηνό κρασί. Μια εξάρτηση που δεν ξεκίνησε τη δεδομένη στιγμή, αλλά από μια άλλη ζωή, δήθεν ευτυχισμένη.
Ένας απρόσμενος επισκέπτης πήδηξε μέσα, από το σπασμένο παράθυρο, κουνώντας την ουρά του. Χαζολόγησε για λίγο, μήπως βρει κανένα ποντίκι, αλλά εκείνα είχαν τρομάξει από τον προηγούμενο εισβολέα και χάθηκαν από το δωμάτιο.
«Δεν έχει τίποτα απόψε εδώ για φαγητό. Τι κρίμα!», μονολόγησε η γάτα.
Η Πέρσα την είχε δει να μπαίνει, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Εξάλλου, ένα γατί ήταν. Τίποτα σπουδαίο, τίποτα επικίνδυνο. Έκλεισε τα μάτια της, κύρτωσε το κορμί της σε εμβρυική στάση για να μην κρυώνει και προσπάθησε να κοιμηθεί. Η γάτα όμως είχε άλλα σχέδια. Αφού ζύγισε την κατάσταση, έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε στην αγκαλιά της.
Η Πέρσα τη δέχτηκε. Άλλωστε θα βοηθούσε ένα ζεστό σώμα κάτω από αυτές τις συνθήκες και κράτησε τη γάτα τρυφερά ανάμεσα στα χέρια και το στήθος της.
«Κρυώνεις κι εσύ, απόψε;», είπε η Πέρσα στη γάτα και τη χάιδεψε. Εκείνη γουργούρισε ευχαριστημένη και έγειρε πιο κοντά της.
«Δεν έχεις άδικο. Αλλά σταθήκαμε τυχερές που βρήκαμε η μια την άλλη.».
«Ξέρεις... Κάποτε... Σε μια άλλη ζωή, δεν μου άρεσαν οι γάτες. Χωρίς λόγο. Δεν χρειάζεται να σκέφτεται κανείς γιατί υπάρχετε στον πλανήτη...... Και να που τώρα είσαι εδώ, μαζί μου, να με ζεσταίνεις και να μου κρατάς συντροφιά......».
Η γάτα γουργούρισε ξανά και κατέβασε τα αυτιά της να δεχθεί ένα ακόμη χάδι, από το κρύο και βρώμικο χέρι της Πέρσας.
«Δεν έμεινε κανείς για μένα πια. Όλοι έκλεισαν τις πόρτες τους και κάνουν ότι δεν με ξέρουν..... Αν και η αλήθεια είναι ότι, δεν με ξέρουν. Δεν προσπάθησαν καν να με γνωρίσουν. Δεν με αγάπησαν ποτέ....... Ενώ εγώ έκανα απεγνωσμένες προσπάθειες να με δουν, να με ακούσουν.... Αλλά δεν βαριέσαι; Έτσι είναι οι άνθρωποι. Όταν έχεις να δώσεις έρχονται να πάρουν, κολακεύοντάς σε. Όταν δεν έχεις να δώσεις.....σου γυρίζουν την πλάτη και σου κλείνουν την πόρτα στα μούτρα.....
Πως έφτασα εδώ; Δεν το κατάλαβα στην αρχή ότι κατρακύλησα. Μετά... ήταν πολύ αργά και δεν υπήρχε γυρισμός. Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω όταν δεν μένει τίποτα. Όταν δεν υπάρχει κάποιος να σου απλώσει το χέρι για να σε σηκώσει, να σε συγχωρήσει..... Μόνο ο Θεός συγχωρεί.... αλλά μάλλον εμένα δεν με βλέπει. Είμαι πολύ κάτω.... στον πάτο του βαρελιού, εκεί, που δεν φτάνουν οι ακτίνες του ήλιου. Είναι πολύ σκοτεινά......
Δεν πειράζει. Ίσως πήρα ακριβώς αυτό που άξιζα......».
Η γάτα αναδεύτηκε, σαν να είχε αντίρρηση σε αυτό. «Κανένα πλάσμα του Θεού, όσο βασανισμένο κι αν είναι δεν αξίζει να παραιτηθεί από τον αγώνα για επιβίωση και αγάπη!», ήταν σαν να της έλεγε. «Μην το βάζεις κάτω! Κάτι θα υπάρχει για σένα που δεν το βρήκες ακόμη!».
Η Πέρσα γέλασε ειρωνικά. «Δεν ξέρεις.... Γι’ αυτό.... Τα είχα όλα.... Όλα!!! Και τα πέταξα.... Εγώ φταίω! Δεν καταλαβαίνεις; Εγώ!!!! Μόνο Εγώ!!!!», ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Ξαφνιάστηκε κάπως.... Νόμιζε ότι μετά από τόσο καιρό είχαν πια στερέψει......