Έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε και το ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα της. Είχε ακούσει πολλές φορές για το βιβλίο αυτό, ο τίτλος του όμως, ακουγόταν αρκετά βαρύγδουπος και απέφευγε να το αγοράσει. Αλλά πολύ σωστά δεν λένε; «Μην κρίνεις κάτι από το περιτύλιγμά του». Την είχε συνεπάρει και το διάβασε όλο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης μέρας. Το πως θα πήγαινε για δουλειά μετά, ήταν ένα θέμα προς συζήτηση.
Το συζήτησε με τον εαυτό της και αποφάνθηκε ότι, δεν θα πήγαινε σήμερα. Δεν είχε το δικαίωμα και αυτή σαν άνθρωπος, μια μέρα να μην κάνει τίποτα; Ε, λοιπόν δεν θα έκανε. Από δουλειά εννοείται, γιατί άρχισε να σχεδιάζει που θα πήγαινε.
Ξεκίνησε από τα δύσκολα. Πήρε τηλέφωνο τον προϊστάμενό της και του είπε ότι ήταν αδιάθετη και δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Δεν είχε λόγο να μην την πιστέψει. Δεν έλειπε σχεδόν ποτέ και ήταν η μόνη που έκανε τις περισσότερες υπερωρίες. Για ψίχουλα, βέβαια, αλλά ας όψεται η ανάγκη.....
Λίγη ώρα μετά, βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο και κατευθυνόταν προς τη θάλασσα. Βγαίνοντας από την πόλη, το τοπίο της έκοψε την ανάσα. Πέρα μακριά τα βουνά ήταν γκρίζα. Τα σύννεφα ήταν πολύ χαμηλά. Τόσο, που οι κορυφές τους χάνονταν μέσα στην ομίχλη. Δεν έβρεχε ακόμη, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν τόσο βαριά που νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξέσπαγε καταιγίδα.
Τα δέντρα γυμνά από φύλλα και χρώμα, στέκονταν ακοίμητοι φρουροί του δρόμου και των χωραφιών. Οι φωλιές των πουλιών ξεχώριζαν ανάμεσα στα κλαδιά τους και έβλεπε από κανένα να πετά εδώ και εκεί να βρει τροφή. Ένα γεράκι, ξαφνικά, σηκώθηκε από τη γη και πήγε και κάθισε στην κορυφή της πινακίδας του δρόμου. Μεγάλο και περήφανο, απαξίωσε την ίδια και το αυτοκίνητο που χάλασαν την ηρεμία του. Αισθάνθηκε το βλέμμα του να τη χλευάζει που ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις της. Σαν να της έλεγε: «Εσύ δεν έχεις φτερά να πετάξεις ελεύθερη».
Αυτό την έβαλε σε σκέψεις. Πάρκαρε στην άκρη του δρόμου και βγήκε απ’ τ’ αμάξι. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Η υγρασία τρύπησε τα κόκκαλά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γέμισε τα πνευμόνια της οξυγόνο.
Πόσο χωμένη στην καθημερινότητα και την ρουτίνα της ήταν; Σηκωνόταν το πρωί να πάει στη δουλειά της, γύριζε το απόγευμα, μαγείρευε να φάνε με τον άντρα της, έκανε τις απαραίτητες δουλειές και το βράδυ διάβαζε κανένα βιβλίο, πριν πέσει για ύπνο. Όσο το σκεφτόταν τόσο πιο γελοίο της φαινόταν. Μαγείρευε και έτρωγε μόνη, γιατί εκείνος ερχόταν πολύ αργά από τη δική του δουλειά. Μετά, στρωνόταν στην τηλεόραση και δεν άφηνε δελτίο για δελτίο, γιατί αλλιώς δεν θα αποκτούσε εμπεριστατωμένη άποψη των γεγονότων. Λίγο η κούραση, λίγο η πολυλογία των δελτίων, έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα και με το που ακούμπαγε το κεφάλι του στο μαξιλάρι, τον έπαιρνε ο Μορφέας στην αγκαλιά του. Την επόμενη μέρα, πάλι το ίδιο μοτίβο.
Και τα Σαββατοκύριακα; Αυτά, όφειλε να ομολογήσει, ότι μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν, αν όχι τέλεια, τουλάχιστον υποφερτά. Αντάλλασαν μεταξύ τους και καμιά κουβέντα, πήγαιναν και για κανένα κρασάκι με κάνα δύο φιλικά ζευγάρια. Μπορεί να μην ήταν πολυτέλεια, ήταν όμως κάτι. Δυστυχώς, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά, όταν έκανε επέκταση στη δουλειά του και το τελευταίο δίμηνο ήταν υποχρεωμένος να είναι εκεί και τα Σαββατοκύριακα.
Δεν έφταιγε κανένας από τους δύο για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Εκείνος, πάντα επέμενε να μη χαλάει το πρόγραμμά της και να πηγαίνει με τα παιδιά για καφέ και κρασί. Η ίδια δεν ήθελε. Δεν το έβρισκε ηθικά σωστό. Δεν μπορείς να περνάς εσύ καλά όταν ο σύντροφός σου ξεπατώνεται στη δουλειά. Έτσι κλείστηκε και εκείνη μέσα, χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος και τώρα είχε κουραστεί.
Μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο και συνέχισε το δρόμος της. Λίγη ώρα μετά βρισκόταν στον προορισμό της. Έκλεισε τη μηχανή και κατέβηκε. Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά της, γκρίζα και αγριεμένη. Πόσο διαφορετική από το καλοκαίρι..... Τα κύματα έσκαγαν στην παραλία με τόση δύναμη, σαν να ήθελαν να κατακτήσουν όλο και περισσότερη στεριά. Να διεκδικήσουν κομμάτι που δεν τους ανήκει. Παρά το τσουχτερό κρύο, έβγαλε τα παπούτσια της και περπάτησε ξυπόλητη στην αμμουδιά. Υγρή και κρύα την αισθάνθηκε, με αποτέλεσμα το κορμί της να αναρυγίσει. Έσφιξε το παλτό της περισσότερο και προχώρησε στο σημείο που έσκαγαν τα κύματα.
Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα. Προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της από σκέψεις και να τις αφήσει να πετάξουν μακριά μαζί με τους γλάρους. Σε λίγο ένιωσε ανάλαφρη. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί τόσο καιρό τώρα; Εξάλλου ήταν εύκολο. Θα πήγαινε στο σπίτι, θα γέμιζε την μπανιέρα με ζεστό νερό, άλατα, κεριά και πέταλα από τριαντάφυλλα. Σήμερα, μετά από πολύ καιρό, θα έτρωγαν μαζί. Το αγαπημένο τους κρασί μπορούσε να το αγοράσει στη διαδρομή για την επιστροφή. Πόσο δύσκολο ήταν πια, να αλλάξει την καθημερινότητά τους, σε μια μικρή γιορτή; Μπορούσε μια στο τόσο να το κάνει. Αγαπιόντουσαν, που να πάρει η οργή, ήταν πολύ εύκολο να χαθεί αυτό και να αρχίσουν να μισούν ο ένας τον άλλο. Το είχε δει να συμβαίνει σε πολλά ζευγάρια και δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να το βιώσει και η ίδια.
Γύρισε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το δρόμο του γυρισμού. Τριγύριζε και άλλη σκέψη στο κεφάλι της....... Αυτή τη διαδρομή να την έκανε συχνότερα από ’δω και πέρα!